본문 바로가기
고전 그리스어 문법 _ 어형론/동사

동사(7) 엡실론(ε) 축약동사의 어형변화

by 소포로스 2021. 6. 16.

 

동사(7) 엡실론(ε) 축약동사의 어형변화


1) 축약동사


축약동사는 어간이 α, ε, o 등으로 끝나면서, 연결모음(ο, ε)을 사용하는 ω동사를 말한다. 각각 알파축약 동사, 엡실론 축약동사, 오미크론 축약동사라고 부른다.  


여기서는 어간이 ε로 끝나는 엡실론 축약동사의 현재시제 어형변화를 살펴본다.


2) 엡실론(ε) 축약 동사


(1) 엡실론(ε) 축약의 예


어간이 ε로 끝나는 ω동사(ποιέ+ω)의 엡실론(ε) 축약 아래와 같다.

ε + ω = ω
ε + ει = ει
ε + ο = ου
ε + ε = ει
ε + ου = ου
ε + η = η
ε + ῃ = ῃ
ε + οι = οι


(2) 능동태 변화

① 예시동사
ποιέω : 만들다
기본형 : ποιέω ποιήσω ἐποίησα πεποίηκα πεποίημαι ἐποιήθην

직설법 현재 능동 변화
단수 : ποίω, ποίεις, ποίει
복수 : ποίουμεν, ποίειτε, ποίουσι(ν)
쌍수 : ποίειτον, ποίειτον


② 축약과정

ποιῶ (ποιέω) [ῶ ← έω]
ποιεῖς (ποιέεις) [εῖς ← έες]
ποιεῖ (ποιέει) [εῖ ← έει]

☞ ποιεῖ의 액센트 위치는 원래 뒤에서 3번째 음절이었다(έ+ε+σι).
* ποιεῖ ← ποιέει ← ποιέ+ε+σι(단수 3인칭의 원래 어미)

ποιοῦμεν (ποιέομεν) [οῦμεν ← έομεν]
ποιεῖτε (ποιέετε) [εῖτε ← έετε]
ποιοῦσι(ν) (ποιέουσι(ν)) [οῦσι ← έουσι ← έονσι]

ποιεῖτον (ποιέετον) [εῖτον ← έετον]
ποιεῖτον (ποιέετον) [εῖτον ← έετον]

축약 어형은 고전시대 이후에 사용되었다. 호머 시대를 포함한 고전 이전 시대에는 비축약 어형이 사용하였으므로 비축약형을 같이 기억해도 좋다.

* 복수 3인칭 : ουσι ← εουσι ← εονσι ← εοντι


(3) 중수동태 변화

① 현재시제 중수동태 변화

단수 : ποιοῦμαι, ποι, ποιεῖται
복수 : ποιούμεθα, ποιεῖσθε, ποιοῦνται
쌍수 : ─, ποιεῖσθον, ποιεῖσθον

② 축약과정

단수 
ποιοῦμαι (ποιέομαι) [οῦ ← έο]
ποι (ποιέῃ) [ῇ ← έῃ ← έεαι ← έεσαι]
ποιεῖται (ποιέεται) [εῖ ← έε]
 
복수 
ποιούμεθα (ποιεόμεθα) [ού ← εό]
ποιεῖσθε (ποιέεσθε) [εῖ ← έε]
ποιοῦνται (ποιέονται) [οῦ ← έο]
 
쌍수 
ποιεῖσθον (ποιέεσθον) [εῖ ← έε]
ποιεῖσθον (ποιέεσθον) [εῖ ← έε]


* 중수동태 어미 중 단수 2인칭 ποιῇ만 약간의 변형이 있을 뿐 나머지는 원형 그대로 쓰이고 있다.
ποιῇ  ←  ποιέῃ   ← ποιέ + εαι  ← ποιέ+ε+σαι
☞  모음 사이 σ생략 후 έεαι가 έῃ로 축약되고, 다시 έῃ는 ῇ로 축약됨.

☞ 중수동태 1차 인칭어미 암송(연결모음 제외)
단수 : μαι, σαι, ται (마이, 사이, 따이)
복수 : μεθα, σθε, νται (메타, 스테, 은따이)
쌍수 : ─, σθον, σθον (스톤, 스톤)

 

3) 어형변화 연습


(1) φιλέω : 사랑하다
기본형 : φιλέω, φιλήσω, ἐφίλησα, πεφίληκα, πεφίλημαι, ἐφιλήθην

① 능동태

φιλῶ (φιλέω [ῶ ← έω]
φιλεῖς (φιλέεις [εῖς ← έες]
φιλεῖ (φιλέει [εῖ ← έει]

φιλοῦμεν (φιλέομεν [οῦμεν ← έομεν]
φιλεῖτε (φιλέετε [εῖτε ← έετε]
φιλοῦσι(ν) (φιλέουσι(ν) [οῦσι ← έουσι]

φιλεῖτον (φιλέετον [εῖτον ← έετον]
φιλεῖτον (φιλέετον [εῖτον ← έετον]

② 중수동태

φιλοῦμαι (φιλέομαι) [οῦ ← έο]
φιλῇ (φιλέῃ) [ῇ ← έῃ ← έεαι ← έεσαι]
φιλεῖται (φιλέεται) [εῖ ← έε]

φιλούμεθα (φιλεόμεθα) [ού ← εό]
φιλεῖσθε (φιλέεσθε) [εῖ ← έε]
φιλοῦνται (φιλέονται) [οῦ ← έο]

φιλεῖσθον (φιλέεσθον) [εῖ ← έε]
φιλεῖσθον (φιλέεσθον) [εῖ ← έε]


(2) ζητέω : 찾다
기본형 : ζητέω, ζητήσω, ἐζήτησα, ἐζήτηκα, ἐζήτημαι, ἐζητήθην

① 능동태

ζητῶ (ζητέω) [ῶ ← έω]
ζητεῖς (ζητέεις) [εὶς ← έες]
ζητεῖ (ζητέει) [εῖ ← έει]

ζητοῦμεν (ζητέομεν) [οὺμεν ← έομεν]
ζητεῖτε (ζητέετε) [εῖτε ← έετε]
ζητοῦσῐ(ν) (ζητέουσῐ(ν)) [οῦσι ← έουσι]

ζητεῖτον (ζητέετον) [εῖτον ← έετον]
ζητεῖτον (ζητέετον) [εῖτον ← έετον]


② 중수동태

ζητοῦμαι (ζητέομαι) [οῦ ← έο]
ζητῇ (ζητέῃ) [ῇ ←έῃ ← έεαι ← έεσαι]
ζητεῖται (ζητέεται) [εῖ ← έε]

ζητούμεθα (ζητεόμεθα) [ού ← εό]
ζητεῖσθε (ζητέεσθε) [εῖ ← έε]
ζητοῦνται (ζητέονται) [οῦ ← έο]

ζητεῖσθον (ζητέεσθον) [εῖ ← έε]
ζητεῖσθον (ζητέεσθον) [εῖ ← έε]


4) 엡실론 축약동사 모음

ποιέω, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, πεποίημαι, ἐποιήθην : 만들다
ζητέω, ζητήσω, ἐζήτησα, ἐζήτηκα, ἐζήτημαι, ἐζητήθην : 찾다
φιλέω, φιλήσω, ἐφίλησα, πεφίληκα, πεφίλημαι, ἐφιλήθην : 사랑하다
ἀπορέω, ἀπορήσω, ἠπόρησα, ἠπόρηκα, ἠπόρημαι, ἠπορήθην : 궁지로 몰다(ἄπορος 길이 없는, 막다른, 길에서 벗어난)
θεωρέω, θεωρήσω, ἐθεώρησα, τεθεώρηκα, τεθεώρημαι, ἐθεωρήθην : 보다, 신탁에 문의하도록 파견되다.
πολεμέω, πολεμήσω, ἐπολέμησα, πεπολέμηκα, πεπολέμημαι, ἐπολεμήθην : 싸우다(+여격)
ἀσθενέω, ἀσθενήσω, ἠσθένησα, ἠσθένηκα, —, — : 허약하다, 궁색하다(ἀ- +‎ σθένος + -έω)
νοσέω, νοσήσω, ἐνόσησα, νενόσηκα, —, — : 아프다, 흥분하다 
αἰδέομαι, αἰδέσομαι, ᾔδεσμαι, ᾐδέσθην : 존경하다, 부끄러워하다
ἀφικνέομαι, ἀφίξομαι, ἀφικόμην, ἀφῖγμαι : 도착하다
διανοέομαι(<νοέω), διανοήσομαι, διενοήθην : 생각하다, 인식하다
ἱκνέομαι : 오다
ὑπισχνέομαι, ὑποσχήσομαι, ὑπεσχόμην, ὑπέσχημαι : 약속하다
φοβέομαι, φοβήσομαι, πεφόβημαι, ἐφοβήθην : 두려워하다
ὠνέομαι (impf. ἐωνούμην), ὠνήσομαι, ἐώνημαι, ἐωνήθην : 사다
τελέω, τελέω (τελέσω), ἐτέλεσα, τετέλεκα, τετέλεσμαι, ἐτελέσθην : 완수하다.
καλέω, καλέω, ἐκάλεσα, κέκληκα, κέκλημαι, ἐκλήθην : 부르다
διατελέω, διατελέω, διετέλεσα, διατετέλεκα, διατετέλεσμαι, διετελέσθην : 성취하다, 계속하다
αἱρέω(하이오-), αἱρήσω, εἷλον (ἑλ-), ᾕρηκα, ᾕρημαι, ᾑρέθην : 잡다
(2개의 어근 αἱρή-, ἑλ- ; 어근변화 αἱρή-, αἱρέ- )
ἀναιρέω, ἀναιρήσω, ἀνεῖλον (ἀνελ-), ἀνῄρηκα, ἀνῄρημαι, ἀνῃρέθην : 들어올리다
ἐπαινέω, ἐπαινήσω, ἐπῄνεσα, ἐπῄνεκα, ἐπῄνημαι, ἐπῃνέθην : 승인하다, 환호하다, 충고하다
παραινέω, παραινέσω, παρῄνεσα, παρῄνεκα, παρῄνημαι, παρῃνέθην : 촉구하다, 타이르다, 추천하다
δέω, δεήσω, ἐδέησα, δεδέηκα, δεδέημαι, ἐδεήθην : 필요하다, 부족하다
δέομαι, δεήσομαι, —, —, —, ἐδεήθην  : 필요하다, 부족하다
* δεῖ, δεήσει, ἐδέησε, —, —, — (비인칭 기본형) : ~ 필요가 있댜

γαμέω, γαμῶ [γαμέω], ἔγημα, γεγάμηκα, γεγάμημαι, — : 결혼하다



 

목차 - 동사의 어형변화(접용) 카테고리

목차 - 동사 어형변화(접용) 카테고리 1) 그리스어 동사에 대한 기초 사항 고전 그리스어 동사활용의 종류 동사의 6가지 기본형(Principal parts)과 그 의미 가장 많이 쓰이는 시제와 서법 동사 변화의

classicalgreek.tistory.com



728x90
반응형

댓글